- βουλκανίζω
- υποβάλλω σε βουλκανισμό: Στα βουλκανιζατέρ βουλκανίζουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουλκανίζω — και βουλκανιζάρω κάνω βουλκανισμό … Dictionary of Greek